ταριχεία

ταριχεία
η, ΝΑ, και ιων. τ. ταριχηΐη Α [ταριχεύω]
1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα
2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα
αρχ.
1. διαβροχή, μούσκεμα
2. στον πληθ. αἱ ταριχεῑαι
α) εργοστάσια για πάστωμα ψαριών
β.) τόπος κατάλληλος για βαλσάμωμα νεκρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταριχεία — ταρῑχείᾱ , ταριχεία fem nom/voc/acc dual ταρῑχείᾱ , ταριχεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχείᾳ — ταρῑχείᾱͅ , ταριχεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχείας — ταρῑχείᾱς , ταριχεία fem acc pl ταρῑχείᾱς , ταριχεία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηίας — ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem acc pl (ionic) ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem acc pl ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοταριχεία — η η τέχνη τής ταριχεύσεως ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + ταριχεία (< ταριχεύω)] …   Dictionary of Greek

  • ταριχειῶν — ταρῑχειῶν , ταριχεία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχεῖαι — ταρῑχεῖαι , ταριχεία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχείαις — ταρῑχείαις , ταριχεία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχείαν — ταρῑχείᾱν , ταριχεία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”